- ένδροσος
- ἔνδροσος, -ον (AM)δροσερός, νοτισμένος με δροσιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνδροσος — bedewed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδροσον — ἔνδροσος bedewed masc/fem acc sg ἔνδροσος bedewed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδρόσοις — ἔνδροσος bedewed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδρόσου — ἔνδροσος bedewed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνδρόσους — ἔνδροσος bedewed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδροσα — ἔνδροσος bedewed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνδροσοι — ἔνδροσος bedewed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάρρυτος — η, ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, ον) αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.) αρχ. 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω 2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά 3.… … Dictionary of Greek
πυρένδροσος — ον, Μ αυτός που δροσίζεται από φωτιά σταλμένη από τον ουρανό («τὴν πυρένδροσον βάτον», Λεόντ. Νεαπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ἔνδροσος «ο γεμάτος δροσιά»] … Dictionary of Greek
υπόδροσος — ον, Α ο κάπως δροσερός ή υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δρόσος (πρβλ. ἔνδροσος)] … Dictionary of Greek